Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γερανόφθαλμος
γερανώδης
γεραόχος
γεραρός
γέραρος
γέρας
γεράσμιος
Γεράστιος
γεραστός
γερασφόρος
γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
γερδοποιόν
γερεαφόρος
Γερήνιος
γερηφορία
γεροῖα
γερονταγωγέω
γεροντεία
γερόντειος
View word page
γερδιοραβδιστής
worker who beat the web

ShortDef

worker who beat the web

Debugging

Headword:
γερδιοραβδιστής
Headword (normalized):
γερδιοραβδιστής
Headword (normalized/stripped):
γερδιοραβδιστης
IDX:
18752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18753
Key:

Data

{'content': 'worker who beat the web'}