Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γέρανος
γερανουλκός
γερανόφθαλμος
γερανώδης
γεραόχος
γεραρός
γέραρος
γέρας
γεράσμιος
Γεράστιος
γεραστός
γερασφόρος
γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
γερδοποιόν
γερεαφόρος
Γερήνιος
γερηφορία
γεροῖα
γερονταγωγέω
View word page
γεραστός
honoured
ShortDef
honoured
Debugging
Headword:
γεραστός
Headword (normalized):
γεραστός
Headword (normalized/stripped):
γεραστος
IDX:
18750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18751
Key:
Data
{'content': 'honoured'}