Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γερανομαχία
γέρανος
γερανουλκός
γερανόφθαλμος
γερανώδης
γεραόχος
γεραρός
γέραρος
γέρας
γεράσμιος
Γεράστιος
γεραστός
γερασφόρος
γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
γερδοποιόν
γερεαφόρος
Γερήνιος
γερηφορία
γεροῖα
View word page
Γεράστιος
a month

ShortDef

a month

Debugging

Headword:
Γεράστιος
Headword (normalized):
γεράστιος
Headword (normalized/stripped):
γεραστιος
IDX:
18749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18750
Key:

Data

{'content': 'a month'}