Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεράνδρυον
Γεράνεια
γερανοβωτία
γερανομαχία
γέρανος
γερανουλκός
γερανόφθαλμος
γερανώδης
γεραόχος
γεραρός
γέραρος
γέρας
γεράσμιος
Γεράστιος
γεραστός
γερασφόρος
γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
γερδοποιόν
γερεαφόρος
View word page
γέραρος
stately
ShortDef
stately
Debugging
Headword:
γέραρος
Headword (normalized):
γέραρος
Headword (normalized/stripped):
γεραρος
IDX:
18746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18747
Key:
Data
{'content': 'stately'}