Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεραίρω
Γεραιστός
γεράνδρυον
Γεράνεια
γερανοβωτία
γερανομαχία
γέρανος
γερανουλκός
γερανόφθαλμος
γερανώδης
γεραόχος
γεραρός
γέραρος
γέρας
γεράσμιος
Γεράστιος
γεραστός
γερασφόρος
γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
View word page
γεραόχος
holder of privilege

ShortDef

holder of privilege

Debugging

Headword:
γεραόχος
Headword (normalized):
γεραόχος
Headword (normalized/stripped):
γεραοχος
IDX:
18744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18745
Key:

Data

{'content': 'holder of privilege'}