Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεραιόφλοιος
γεραιόφρων
γεραίρω
Γεραιστός
γεράνδρυον
Γεράνεια
γερανοβωτία
γερανομαχία
γέρανος
γερανουλκός
γερανόφθαλμος
γερανώδης
γεραόχος
γεραρός
γέραρος
γέρας
γεράσμιος
Γεράστιος
γεραστός
γερασφόρος
γερδιοραβδιστής
View word page
γερανόφθαλμος
crane-eyed

ShortDef

crane-eyed

Debugging

Headword:
γερανόφθαλμος
Headword (normalized):
γερανόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
γερανοφθαλμος
IDX:
18742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18743
Key:

Data

{'content': 'crane-eyed'}