Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεραιός
γεραιότης
γεραιόφλοιος
γεραιόφρων
γεραίρω
Γεραιστός
γεράνδρυον
Γεράνεια
γερανοβωτία
γερανομαχία
γέρανος
γερανουλκός
γερανόφθαλμος
γερανώδης
γεραόχος
γεραρός
γέραρος
γέρας
γεράσμιος
Γεράστιος
γεραστός
View word page
γέρανος
a crane

ShortDef

a crane

Debugging

Headword:
γέρανος
Headword (normalized):
γέρανος
Headword (normalized/stripped):
γερανος
IDX:
18740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18741
Key:

Data

{'content': 'a crane'}