Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεοῦχος
γέραδος
γεραιός
γεραιότης
γεραιόφλοιος
γεραιόφρων
γεραίρω
Γεραιστός
γεράνδρυον
Γεράνεια
γερανοβωτία
γερανομαχία
γέρανος
γερανουλκός
γερανόφθαλμος
γερανώδης
γεραόχος
γεραρός
γέραρος
γέρας
γεράσμιος
View word page
γερανοβωτία
feeding of cranes

ShortDef

feeding of cranes

Debugging

Headword:
γερανοβωτία
Headword (normalized):
γερανοβωτία
Headword (normalized/stripped):
γερανοβωτια
IDX:
18738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18739
Key:

Data

{'content': 'feeding of cranes'}