Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεόομαι
γεοῦχος
γέραδος
γεραιός
γεραιότης
γεραιόφλοιος
γεραιόφρων
γεραίρω
Γεραιστός
γεράνδρυον
Γεράνεια
γερανοβωτία
γερανομαχία
γέρανος
γερανουλκός
γερανόφθαλμος
γερανώδης
γεραόχος
γεραρός
γέραρος
γέρας
View word page
Γεράνεια
Geranea

ShortDef

Geranea

Debugging

Headword:
Γεράνεια
Headword (normalized):
γεράνεια
Headword (normalized/stripped):
γερανεια
IDX:
18737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18738
Key:

Data

{'content': 'Geranea'}