Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γένυς
γεοθαλπής
γεόομαι
γεοῦχος
γέραδος
γεραιός
γεραιότης
γεραιόφλοιος
γεραιόφρων
γεραίρω
Γεραιστός
γεράνδρυον
Γεράνεια
γερανοβωτία
γερανομαχία
γέρανος
γερανουλκός
γερανόφθαλμος
γερανώδης
γεραόχος
γεραρός
View word page
Γεραιστός
Geraestus

ShortDef

Geraestus

Debugging

Headword:
Γεραιστός
Headword (normalized):
γεραιστός
Headword (normalized/stripped):
γεραιστος
IDX:
18735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18736
Key:

Data

{'content': 'Geraestus'}