Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γέντο
γένυς
γεοθαλπής
γεόομαι
γεοῦχος
γέραδος
γεραιός
γεραιότης
γεραιόφλοιος
γεραιόφρων
γεραίρω
Γεραιστός
γεράνδρυον
Γεράνεια
γερανοβωτία
γερανομαχία
γέρανος
γερανουλκός
γερανόφθαλμος
γερανώδης
γεραόχος
View word page
γεραίρω
to honour

ShortDef

to honour

Debugging

Headword:
γεραίρω
Headword (normalized):
γεραίρω
Headword (normalized/stripped):
γεραιρω
IDX:
18734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18735
Key:

Data

{'content': 'to honour'}