Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεντιανή
γέντο
γένυς
γεοθαλπής
γεόομαι
γεοῦχος
γέραδος
γεραιός
γεραιότης
γεραιόφλοιος
γεραιόφρων
γεραίρω
Γεραιστός
γεράνδρυον
Γεράνεια
γερανοβωτία
γερανομαχία
γέρανος
γερανουλκός
γερανόφθαλμος
γερανώδης
View word page
γεραιόφρων
old of mind, sage

ShortDef

old of mind, sage

Debugging

Headword:
γεραιόφρων
Headword (normalized):
γεραιόφρων
Headword (normalized/stripped):
γεραιοφρων
IDX:
18733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18734
Key:

Data

{'content': 'old of mind, sage'}