Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Γενούσιος
γεντιανή
γέντο
γένυς
γεοθαλπής
γεόομαι
γεοῦχος
γέραδος
γεραιός
γεραιότης
γεραιόφλοιος
γεραιόφρων
γεραίρω
Γεραιστός
γεράνδρυον
Γεράνεια
γερανοβωτία
γερανομαχία
γέρανος
γερανουλκός
γερανόφθαλμος
View word page
γεραιόφλοιος
with old, wrinkled skin

ShortDef

with old, wrinkled skin

Debugging

Headword:
γεραιόφλοιος
Headword (normalized):
γεραιόφλοιος
Headword (normalized/stripped):
γεραιοφλοιος
IDX:
18732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18733
Key:

Data

{'content': 'with old, wrinkled skin'}