Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γένος
Γενούσιος
γεντιανή
γέντο
γένυς
γεοθαλπής
γεόομαι
γεοῦχος
γέραδος
γεραιός
γεραιότης
γεραιόφλοιος
γεραιόφρων
γεραίρω
Γεραιστός
γεράνδρυον
Γεράνεια
γερανοβωτία
γερανομαχία
γέρανος
γερανουλκός
View word page
γεραιότης
advanced age
ShortDef
advanced age
Debugging
Headword:
γεραιότης
Headword (normalized):
γεραιότης
Headword (normalized/stripped):
γεραιοτης
IDX:
18731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18732
Key:
Data
{'content': 'advanced age'}