Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεννοδότειρα
γένος
Γενούσιος
γεντιανή
γέντο
γένυς
γεοθαλπής
γεόομαι
γεοῦχος
γέραδος
γεραιός
γεραιότης
γεραιόφλοιος
γεραιόφρων
γεραίρω
Γεραιστός
γεράνδρυον
Γεράνεια
γερανοβωτία
γερανομαχία
γέρανος
View word page
γεραιός
old
ShortDef
old
Debugging
Headword:
γεραιός
Headword (normalized):
γεραιός
Headword (normalized/stripped):
γεραιος
IDX:
18730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18731
Key:
Data
{'content': 'old'}