Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεννικός
γεννοδότειρα
γένος
Γενούσιος
γεντιανή
γέντο
γένυς
γεοθαλπής
γεόομαι
γεοῦχος
γέραδος
γεραιός
γεραιότης
γεραιόφλοιος
γεραιόφρων
γεραίρω
Γεραιστός
γεράνδρυον
Γεράνεια
γερανοβωτία
γερανομαχία
View word page
γέραδος
honour
ShortDef
honour
Debugging
Headword:
γέραδος
Headword (normalized):
γέραδος
Headword (normalized/stripped):
γεραδος
IDX:
18729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18730
Key:
Data
{'content': 'honour'}