Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γεννοδότειρα
γένος
Γενούσιος
γεντιανή
γέντο
γένυς
γεοθαλπής
γεόομαι
γεοῦχος
γέραδος
γεραιός
γεραιότης
γεραιόφλοιος
γεραιόφρων
γεραίρω
Γεραιστός
γεράνδρυον
Γεράνεια
View word page
γεόομαι
to become earth
ShortDef
to become earth
Debugging
Headword:
γεόομαι
Headword (normalized):
γεόομαι
Headword (normalized/stripped):
γεοομαι
IDX:
18727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18728
Key:
Data
{'content': 'to become earth'}