Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεννητικός
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γεννοδότειρα
γένος
Γενούσιος
γεντιανή
γέντο
γένυς
γεοθαλπής
γεόομαι
γεοῦχος
γέραδος
γεραιός
γεραιότης
γεραιόφλοιος
γεραιόφρων
γεραίρω
Γεραιστός
γεράνδρυον
View word page
γεοθαλπής
earth-cherishing
ShortDef
earth-cherishing
Debugging
Headword:
γεοθαλπής
Headword (normalized):
γεοθαλπής
Headword (normalized/stripped):
γεοθαλπης
IDX:
18726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18727
Key:
Data
{'content': 'earth-cherishing'}