Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεννήτης
γεννητικός
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γεννοδότειρα
γένος
Γενούσιος
γεντιανή
γέντο
γένυς
γεοθαλπής
γεόομαι
γεοῦχος
γέραδος
γεραιός
γεραιότης
γεραιόφλοιος
γεραιόφρων
γεραίρω
Γεραιστός
View word page
γένυς
the jaw, side of the face, cheek; axe
ShortDef
the jaw, side of the face, cheek; axe
Debugging
Headword:
γένυς
Headword (normalized):
γένυς
Headword (normalized/stripped):
γενυς
IDX:
18725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18726
Key:
Data
{'content': 'the jaw, side of the face, cheek; axe'}