Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεννητής
γεννήτης
γεννητικός
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γεννοδότειρα
γένος
Γενούσιος
γεντιανή
γέντο
γένυς
γεοθαλπής
γεόομαι
γεοῦχος
γέραδος
γεραιός
γεραιότης
γεραιόφλοιος
γεραιόφρων
γεραίρω
View word page
γέντο
he grasped

ShortDef

he grasped

Debugging

Headword:
γέντο
Headword (normalized):
γέντο
Headword (normalized/stripped):
γεντο
IDX:
18724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18725
Key:

Data

{'content': 'he grasped'}