Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεννητέον
γεννητής
γεννήτης
γεννητικός
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γεννοδότειρα
γένος
Γενούσιος
γεντιανή
γέντο
γένυς
γεοθαλπής
γεόομαι
γεοῦχος
γέραδος
γεραιός
γεραιότης
γεραιόφλοιος
γεραιόφρων
View word page
γεντιανή
gentian
ShortDef
gentian
Debugging
Headword:
γεντιανή
Headword (normalized):
γεντιανή
Headword (normalized/stripped):
γεντιανη
IDX:
18723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18724
Key:
Data
{'content': 'gentian'}