Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεννηματίζω
γέννησις
γεννητέον
γεννητής
γεννήτης
γεννητικός
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γεννοδότειρα
γένος
Γενούσιος
γεντιανή
γέντο
γένυς
γεοθαλπής
γεόομαι
γεοῦχος
γέραδος
γεραιός
γεραιότης
View word page
γένος
race, stock, family

ShortDef

race, stock, family

Debugging

Headword:
γένος
Headword (normalized):
γένος
Headword (normalized/stripped):
γενος
IDX:
18721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18722
Key:

Data

{'content': 'race, stock, family'}