Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεννήεις
γέννημα
γεννηματίζω
γέννησις
γεννητέον
γεννητής
γεννήτης
γεννητικός
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γεννοδότειρα
γένος
Γενούσιος
γεντιανή
γέντο
γένυς
γεοθαλπής
γεόομαι
γεοῦχος
γέραδος
View word page
γεννικός
noble
ShortDef
noble
Debugging
Headword:
γεννικός
Headword (normalized):
γεννικός
Headword (normalized/stripped):
γεννικος
IDX:
18719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18720
Key:
Data
{'content': 'noble'}