Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γεννηματίζω
γέννησις
γεννητέον
γεννητής
γεννήτης
γεννητικός
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γεννοδότειρα
γένος
Γενούσιος
γεντιανή
γέντο
γένυς
γεοθαλπής
γεόομαι
γεοῦχος
View word page
γεννήτωρ
begetter, father, ancestor
ShortDef
begetter, father, ancestor
Debugging
Headword:
γεννήτωρ
Headword (normalized):
γεννήτωρ
Headword (normalized/stripped):
γεννητωρ
IDX:
18718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18719
Key:
Data
{'content': 'begetter, father, ancestor'}