Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γέννας
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γεννηματίζω
γέννησις
γεννητέον
γεννητής
γεννήτης
γεννητικός
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γεννοδότειρα
γένος
Γενούσιος
γεντιανή
γέντο
γένυς
γεοθαλπής
γεόομαι
View word page
γεννητός
begotten

ShortDef

begotten

Debugging

Headword:
γεννητός
Headword (normalized):
γεννητός
Headword (normalized/stripped):
γεννητος
IDX:
18717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18718
Key:

Data

{'content': 'begotten'}