Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Γενναΐς
γέννας
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γεννηματίζω
γέννησις
γεννητέον
γεννητής
γεννήτης
γεννητικός
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γεννοδότειρα
γένος
Γενούσιος
γεντιανή
γέντο
γένυς
γεοθαλπής
View word page
γεννητικός
generative, productive

ShortDef

generative, productive

Debugging

Headword:
γεννητικός
Headword (normalized):
γεννητικός
Headword (normalized/stripped):
γεννητικος
IDX:
18716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18717
Key:

Data

{'content': 'generative, productive'}