Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γενναιότης
Γενναΐς
γέννας
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γεννηματίζω
γέννησις
γεννητέον
γεννητής
γεννήτης
γεννητικός
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γεννοδότειρα
γένος
Γενούσιος
γεντιανή
γέντο
γένυς
View word page
γεννήτης
enfranchised member of γένος in Athens
ShortDef
enfranchised member of γένος in Athens
Debugging
Headword:
γεννήτης
Headword (normalized):
γεννήτης
Headword (normalized/stripped):
γεννητης
IDX:
18715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18716
Key:
Data
{'content': 'enfranchised member of γένος in Athens'}