Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γενναῖος
γενναιότης
Γενναΐς
γέννας
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γεννηματίζω
γέννησις
γεννητέον
γεννητής
γεννήτης
γεννητικός
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γεννοδότειρα
γένος
Γενούσιος
γεντιανή
γέντο
View word page
γεννητής
a parent
ShortDef
a parent
Debugging
Headword:
γεννητής
Headword (normalized):
γεννητής
Headword (normalized/stripped):
γεννητης
IDX:
18714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18715
Key:
Data
{'content': 'a parent'}