Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
Γενναΐς
γέννας
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γεννηματίζω
γέννησις
γεννητέον
γεννητής
γεννήτης
γεννητικός
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γεννοδότειρα
γένος
Γενούσιος
γεντιανή
View word page
γεννητέον
one must produce, grow

ShortDef

one must produce, grow

Debugging

Headword:
γεννητέον
Headword (normalized):
γεννητέον
Headword (normalized/stripped):
γεννητεον
IDX:
18713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18714
Key:

Data

{'content': 'one must produce, grow'}