Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γενναιάζω
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
Γενναΐς
γέννας
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γεννηματίζω
γέννησις
γεννητέον
γεννητής
γεννήτης
γεννητικός
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γεννοδότειρα
γένος
Γενούσιος
View word page
γέννησις
an engendering, producing
ShortDef
an engendering, producing
Debugging
Headword:
γέννησις
Headword (normalized):
γέννησις
Headword (normalized/stripped):
γεννησις
IDX:
18712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18713
Key:
Data
{'content': 'an engendering, producing'}