Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεννάδας
γενναιάζω
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
Γενναΐς
γέννας
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γεννηματίζω
γέννησις
γεννητέον
γεννητής
γεννήτης
γεννητικός
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γεννοδότειρα
γένος
View word page
γεννηματίζω
produce offspring

ShortDef

produce offspring

Debugging

Headword:
γεννηματίζω
Headword (normalized):
γεννηματίζω
Headword (normalized/stripped):
γεννηματιζω
IDX:
18711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18712
Key:

Data

{'content': 'produce offspring'}