Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γέννα
γεννάδας
γενναιάζω
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
Γενναΐς
γέννας
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γεννηματίζω
γέννησις
γεννητέον
γεννητής
γεννήτης
γεννητικός
γεννητός
γεννήτωρ
γεννικός
γεννοδότειρα
View word page
γέννημα
that which is produced

ShortDef

that which is produced

Debugging

Headword:
γέννημα
Headword (normalized):
γέννημα
Headword (normalized/stripped):
γεννημα
IDX:
18710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18711
Key:

Data

{'content': 'that which is produced'}