Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γενικός
γενισμός
γέννα
γεννάδας
γενναιάζω
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
Γενναΐς
γέννας
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γεννηματίζω
γέννησις
γεννητέον
γεννητής
γεννήτης
γεννητικός
γεννητός
γεννήτωρ
View word page
γεννάω
to beget, engender
ShortDef
to beget, engender
Debugging
Headword:
γεννάω
Headword (normalized):
γεννάω
Headword (normalized/stripped):
γενναω
IDX:
18708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18709
Key:
Data
{'content': 'to beget, engender'}