Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενητός
γενικός
γενισμός
γέννα
γεννάδας
γενναιάζω
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
Γενναΐς
γέννας
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γεννηματίζω
γέννησις
γεννητέον
γεννητής
γεννήτης
γεννητικός
γεννητός
View word page
γέννας
mother's brother, uncle

ShortDef

mother's brother, uncle

Debugging

Headword:
γέννας
Headword (normalized):
γέννας
Headword (normalized/stripped):
γεννας
IDX:
18707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18708
Key:

Data

{'content': "mother's brother, uncle"}