Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενηματογραφέω
γενηματογραφία
γενηματοφύλαξ
γενητός
γενικός
γενισμός
γέννα
γεννάδας
γενναιάζω
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
Γενναΐς
γέννας
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γεννηματίζω
γέννησις
γεννητέον
γεννητής
View word page
γενναῖος
noble, excellent

ShortDef

noble, excellent

Debugging

Headword:
γενναῖος
Headword (normalized):
γενναῖος
Headword (normalized/stripped):
γενναιος
IDX:
18704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18705
Key:

Data

{'content': 'noble, excellent'}