Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γένημα
γενηματογραφέω
γενηματογραφία
γενηματοφύλαξ
γενητός
γενικός
γενισμός
γέννα
γεννάδας
γενναιάζω
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
Γενναΐς
γέννας
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γεννηματίζω
γέννησις
γεννητέον
View word page
γενναιοπρεπής
befitting a noble

ShortDef

befitting a noble

Debugging

Headword:
γενναιοπρεπής
Headword (normalized):
γενναιοπρεπής
Headword (normalized/stripped):
γενναιοπρεπης
IDX:
18703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18704
Key:

Data

{'content': 'befitting a noble'}