Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενηΐς
γένημα
γενηματογραφέω
γενηματογραφία
γενηματοφύλαξ
γενητός
γενικός
γενισμός
γέννα
γεννάδας
γενναιάζω
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
Γενναΐς
γέννας
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γεννηματίζω
γέννησις
View word page
γενναιάζω
to be brave

ShortDef

to be brave

Debugging

Headword:
γενναιάζω
Headword (normalized):
γενναιάζω
Headword (normalized/stripped):
γενναιαζω
IDX:
18702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18703
Key:

Data

{'content': 'to be brave'}