Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γενέτωρ
γενηΐς
γένημα
γενηματογραφέω
γενηματογραφία
γενηματοφύλαξ
γενητός
γενικός
γενισμός
γέννα
γεννάδας
γενναιάζω
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
Γενναΐς
γέννας
γεννάω
γεννήεις
γέννημα
γεννηματίζω
View word page
γεννάδας
noble
ShortDef
noble
Debugging
Headword:
γεννάδας
Headword (normalized):
γεννάδας
Headword (normalized/stripped):
γενναδας
IDX:
18701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18702
Key:
Data
{'content': 'noble'}