Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενετικός
Γενετυλλίς
γενέτωρ
γενηΐς
γένημα
γενηματογραφέω
γενηματογραφία
γενηματοφύλαξ
γενητός
γενικός
γενισμός
γέννα
γεννάδας
γενναιάζω
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
Γενναΐς
γέννας
γεννάω
γεννήεις
View word page
γενισμός
arrangement according to

ShortDef

arrangement according to

Debugging

Headword:
γενισμός
Headword (normalized):
γενισμός
Headword (normalized/stripped):
γενισμος
IDX:
18699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18700
Key:

Data

{'content': 'arrangement according to'}