Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄβυσσος
ἀβωλόκοπος
ἄβωλος
ἄβως
ἄγα
ἀγάζομαι
ἀγάζω
ἀγαθάγγελος
Ἀγαθαρχίδης
ἀγαθείκελος
ἀγάθεος
ἀγαθίς
ἀγαθογονία
ἀγαθοδαιμονέω
ἀγαθοδαιμονητικός
ἀγαθοδαιμονισταί
ἀγαθοδαίμων
ἀγαθοδοσία
ἀγαθοδότης
ἀγαθοειδής
ἀγαθοεργέω
View word page
ἀγάθεος
most holy

ShortDef

most holy

Debugging

Headword:
ἀγάθεος
Headword (normalized):
ἀγάθεος
Headword (normalized/stripped):
αγαθεος
IDX:
186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-187
Key:

Data

{'content': 'most holy'}