Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενετήσιος
γενετικός
Γενετυλλίς
γενέτωρ
γενηΐς
γένημα
γενηματογραφέω
γενηματογραφία
γενηματοφύλαξ
γενητός
γενικός
γενισμός
γέννα
γεννάδας
γενναιάζω
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
Γενναΐς
γέννας
γεννάω
View word page
γενικός
belonging to or connected with the γένος

ShortDef

belonging to or connected with the γένος

Debugging

Headword:
γενικός
Headword (normalized):
γενικός
Headword (normalized/stripped):
γενικος
IDX:
18698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18699
Key:

Data

{'content': 'belonging to or connected with the γένος'}