Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενέτης
γενετήσιος
γενετικός
Γενετυλλίς
γενέτωρ
γενηΐς
γένημα
γενηματογραφέω
γενηματογραφία
γενηματοφύλαξ
γενητός
γενικός
γενισμός
γέννα
γεννάδας
γενναιάζω
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
Γενναΐς
γέννας
View word page
γενητός
originated

ShortDef

originated

Debugging

Headword:
γενητός
Headword (normalized):
γενητός
Headword (normalized/stripped):
γενητος
IDX:
18697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18698
Key:

Data

{'content': 'originated'}