Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενετήρ
γενέτης
γενετήσιος
γενετικός
Γενετυλλίς
γενέτωρ
γενηΐς
γένημα
γενηματογραφέω
γενηματογραφία
γενηματοφύλαξ
γενητός
γενικός
γενισμός
γέννα
γεννάδας
γενναιάζω
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
Γενναΐς
View word page
γενηματοφύλαξ
custodian of crops

ShortDef

custodian of crops

Debugging

Headword:
γενηματοφύλαξ
Headword (normalized):
γενηματοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
γενηματοφυλαξ
IDX:
18696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18697
Key:

Data

{'content': 'custodian of crops'}