Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενετή
γενετήρ
γενέτης
γενετήσιος
γενετικός
Γενετυλλίς
γενέτωρ
γενηΐς
γένημα
γενηματογραφέω
γενηματογραφία
γενηματοφύλαξ
γενητός
γενικός
γενισμός
γέννα
γεννάδας
γενναιάζω
γενναιοπρεπής
γενναῖος
γενναιότης
View word page
γενηματογραφία
sequestration

ShortDef

sequestration

Debugging

Headword:
γενηματογραφία
Headword (normalized):
γενηματογραφία
Headword (normalized/stripped):
γενηματογραφια
IDX:
18695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18696
Key:

Data

{'content': 'sequestration'}