Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενέτειρα
γενετή
γενετήρ
γενέτης
γενετήσιος
γενετικός
Γενετυλλίς
γενέτωρ
γενηΐς
γένημα
γενηματογραφέω
γενηματογραφία
γενηματοφύλαξ
γενητός
γενικός
γενισμός
γέννα
γεννάδας
γενναιάζω
γενναιοπρεπής
γενναῖος
View word page
γενηματογραφέω
sequester produce of land

ShortDef

sequester produce of land

Debugging

Headword:
γενηματογραφέω
Headword (normalized):
γενηματογραφέω
Headword (normalized/stripped):
γενηματογραφεω
IDX:
18694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18695
Key:

Data

{'content': 'sequester produce of land'}