Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενεσιουργία
γενεσιουργός
γένεσις
γενέτειρα
γενετή
γενετήρ
γενέτης
γενετήσιος
γενετικός
Γενετυλλίς
γενέτωρ
γενηΐς
γένημα
γενηματογραφέω
γενηματογραφία
γενηματοφύλαξ
γενητός
γενικός
γενισμός
γέννα
γεννάδας
View word page
γενέτωρ
the begetter, father, ancestor

ShortDef

the begetter, father, ancestor

Debugging

Headword:
γενέτωρ
Headword (normalized):
γενέτωρ
Headword (normalized/stripped):
γενετωρ
IDX:
18691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18692
Key:

Data

{'content': 'the begetter, father, ancestor'}