Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενεσιουργέω
γενεσιουργία
γενεσιουργός
γένεσις
γενέτειρα
γενετή
γενετήρ
γενέτης
γενετήσιος
γενετικός
Γενετυλλίς
γενέτωρ
γενηΐς
γένημα
γενηματογραφέω
γενηματογραφία
γενηματοφύλαξ
γενητός
γενικός
γενισμός
γέννα
View word page
Γενετυλλίς
goddess of one's birth-hour

ShortDef

goddess of one's birth-hour

Debugging

Headword:
Γενετυλλίς
Headword (normalized):
γενετυλλίς
Headword (normalized/stripped):
γενετυλλις
IDX:
18690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18691
Key:

Data

{'content': "goddess of one's birth-hour"}