Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γενέσιος
γενεσιουργέω
γενεσιουργία
γενεσιουργός
γένεσις
γενέτειρα
γενετή
γενετήρ
γενέτης
γενετήσιος
γενετικός
Γενετυλλίς
γενέτωρ
γενηΐς
γένημα
γενηματογραφέω
γενηματογραφία
γενηματοφύλαξ
γενητός
γενικός
γενισμός
View word page
γενετικός
genitive case
ShortDef
genitive case
Debugging
Headword:
γενετικός
Headword (normalized):
γενετικός
Headword (normalized/stripped):
γενετικος
IDX:
18689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18690
Key:
Data
{'content': 'genitive case'}