Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γενεσιάρχης
γενέσιος
γενεσιουργέω
γενεσιουργία
γενεσιουργός
γένεσις
γενέτειρα
γενετή
γενετήρ
γενέτης
γενετήσιος
γενετικός
Γενετυλλίς
γενέτωρ
γενηΐς
γένημα
γενηματογραφέω
γενηματογραφία
γενηματοφύλαξ
γενητός
γενικός
View word page
γενετήσιος
sexual
ShortDef
sexual
Debugging
Headword:
γενετήσιος
Headword (normalized):
γενετήσιος
Headword (normalized/stripped):
γενετησιος
IDX:
18688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18689
Key:
Data
{'content': 'sexual'}