Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γενειοσυλλεκτάδαι
γενεσιάρχης
γενέσιος
γενεσιουργέω
γενεσιουργία
γενεσιουργός
γένεσις
γενέτειρα
γενετή
γενετήρ
γενέτης
γενετήσιος
γενετικός
Γενετυλλίς
γενέτωρ
γενηΐς
γένημα
γενηματογραφέω
γενηματογραφία
γενηματοφύλαξ
γενητός
View word page
γενέτης
the begetter, father, ancestor
ShortDef
the begetter, father, ancestor
Debugging
Headword:
γενέτης
Headword (normalized):
γενέτης
Headword (normalized/stripped):
γενετης
IDX:
18687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18688
Key:
Data
{'content': 'the begetter, father, ancestor'}